οπτικόμετρο

From LSJ
Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν τῷ τὴν μὲν ὡραίην οὐκ ὕει λόγου ἄξιον οὐδέν → in the fact that there is no rain to speak of at the usual season for rain

Source

Greek Monolingual

το
όργανο που χρησιμοποιείται στην οπτικομετρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. optometer (< ὀπτός (Ι) «ορατός» + μέτρο). Ο τ. οπτόμετρον μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ].