ολύμπιος

From LSJ
Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut

Menander, Monostichoi, 525

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ὀλύμπιος και ιων. τ. οὐλύμπιος, -ον) Όλυμπος
1. αυτός που αναφέρεται στον Όλυμπο ή στους θεούς του Ολύμπου
2. (το αρσ.) προσωνυμία του ΔιόςΖεὺς πατὴρ ὀλύμπιος», Σοφ.)
νεοελλ.
1. μτφ. αυτός που έχει επιβλητικότητα, θεϊκή αταραξία και γαλήνη, ουράνιος, υπερκόσμιος («ολύμπιο ύφος»)
2. φρ. «ολύμπιο μέτωπο»
ανατ. μέτωπο με ανώμαλη ανάπτυξη το οποίο προεξέχει
αρχ.
(το αρσ.) κωμικός χαρακτηρισμός του Περικλέους («ἐντεῡθεν ὀργῇ Περικλέης οὐλύμπιος ἤστραπτεν», Αριστοφ.).