ολύμπιος

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ὀλύμπιος και ιων. τ. οὐλύμπιος, -ον) Όλυμπος
1. αυτός που αναφέρεται στον Όλυμπο ή στους θεούς του Ολύμπου
2. (το αρσ.) προσωνυμία του ΔιόςΖεὺς πατὴρ ὀλύμπιος», Σοφ.)
νεοελλ.
1. μτφ. αυτός που έχει επιβλητικότητα, θεϊκή αταραξία και γαλήνη, ουράνιος, υπερκόσμιος («ολύμπιο ύφος»)
2. φρ. «ολύμπιο μέτωπο»
ανατ. μέτωπο με ανώμαλη ανάπτυξη το οποίο προεξέχει
αρχ.
(το αρσ.) κωμικός χαρακτηρισμός του Περικλέους («ἐντεῦθεν ὀργῇ Περικλέης οὐλύμπιος ἤστραπτεν», Αριστοφ.).

Translations

Olympian

Bulgarian: олимпийски; Catalan: olímpic; Danish: olympisk; Finnish: olympolainen; French: olympien; Georgian: ოლიმპიური; German: olympisch; Greek: ολύμπιος; Ancient Greek: Ὀλύμπιος; Irish: Oilimpeach; Italian: olimpiaco, olimpico, olimpio; Latin: Olympius; Portuguese: olímpico; Romanian: olimpian; Russian: олимпийский; Spanish: olímpico; Swedish: olympisk