Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πενταπλός

From LSJ
Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander

Greek Monolingual

-ή, -ό / πενταπλοῡς, -ῆ, -οῡν και -όος, -όα, -όον, ΝΑ
ο πέντε φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κάποιον ή κάτι άλλο, πενταπλάσιος
νεοελλ.
1. αυτός που αποτελείται από πέντε όμοια μέρη
2. αυτός που εμφανίζεται με πέντε μορφές ή επαναλαμβάνεται πέντε φορές («πενταπλό οπτικό είδωλο»)
αρχ.
1. ο πεντάπλοκος
2. φρ. «ἡ πενταπλόα κύλιξ» — αγγείο που περιείχε πέντε ειδών συστατικά, όπως κρασί, μέλι, τυρί αλεύρι και λάδι, και το οποίο δινόταν ως βραβείο σε εφήβους νικητές σε αγώνα δρόμου κατά την εορτή τών Σκίρων, τών Οσχοφορίων κ.ά.
επίρρ...
πενταπλώς
με πέντε τρόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -πλός].