παραίσθηση

From LSJ
Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source

Greek Monolingual

η / παραίσθησις, -ήσεως, ΝΑ παραισθάνομαι
νεοελλ.
1. (ψυχιατρ.) εσφαλμένη ερμηνεία ενός αισθητηριακού δεδομένου, λ.χ. οπτικού, ακουστικού, απτικού κ.ά., που εμφανίζεται κυρίως σε βλάβες του φλοιού τών εγκεφαλικών ημισφαιρίων
2. φρ. α) «οπτικές παραισθήσεις»
(ψυχιατρ.) παραισθήσεις που αφορούν στη μορφή, στο περίγραμμα, στις διαστάσεις, στον αριθμό ή στην κίνηση πραγμάτων και προσώπων, αλλ. μεταμορφοψίες
β) «ακουστικές παραισθήσεις»
(ψυχιατρ.) παραισθήσεις κατά τις οποίες οι ήχοι μεταβάλλονται, φαίνονται ισχυρότεροι και πλησιέστεροι ή, αντίθετα, ασθενέστεροι και απομακρυσμένοι ή αλλάζουν ο τόνος και η χροιά τους
αρχ.
ψευδής αντίληψη, απάτη τών αισθήσεων.