νυκτεγερτώ

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πεινῶσαν ἀλώπεκα ὕπνος ἐπέρχεται → sleep allows one to go without food

Source

Greek Monolingual

νυκτεγερτῶ και νυκτηγρετῶ, -έω (Α)
είμαι φρουρός και αγρυπνώ κατά τη διάρκεια της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + ἐγερτῶ, πιθ. μέσω αμάρτυρου τ. νυκτεγέρτης (< νύξ, νυκτός + ἐγείρω «ξαγρυπνώ»). Ο τ. νυκτηγρετῶ < νύξ, νυκτός + θ. εγρε- του ἐγείρω (πρβλ. εγρε-κύδοιμος), με έκταση λόγω συνθέσεως].