νυχαῖος

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νῠχαῖος Medium diacritics: νυχαῖος Low diacritics: νυχαίος Capitals: ΝΥΧΑΙΟΣ
Transliteration A: nychaîos Transliteration B: nychaios Transliteration C: nychaios Beta Code: nuxai=os

English (LSJ)

α, ον,=νύχιος, Theognost.Can.52.

Greek Monolingual

νυχαῑος, -αία, -ον (Μ)
σκοτεινός σαν τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επί θ. εμφανίζει το θ. νυχ με δασύ σύμφωνο του νύξ, νυκτός (βλ. λ. νύχτα) + κατάλ. -αῖος (πρβλ. τελευταίος)].