ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
και ξεγκοφιάζω
1. εξαρθρώνω, βγάζω τον γοφό κάποιου
2. (κατ' επέκτ.) υποβάλλω κάποιον σε βαριές δουλειές, κουράζω κάποιον υπερβολικά, καταπονώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)- + γοφός].