γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετρος → region more fitting to beasts than men
ion. p. ξενοδόχος.
(δέχομαι): guest-receiving, hospitable; as subst., host, Od. 18.64.
ξεινοδόκος, -ον (Α)(ιων. και επικ. τ.) βλ. ξενοδόκος.