ξεσποριάζω

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e

Greek Monolingual

1. βγάζω τους σπόρους, τα κουκούτσια από έναν καρπό
2. (για καρπό) σχηματίζω σπόρους, σποριάζω
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ξεσποριασμένος, -η, -ο
α) (για καρπούς) αυτός που έχει σχηματίσει σπόρους
β) μτφ. (για πρόσ.) αυτός που πέρασαν τα χρόνια του, που γέρασε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + σποριάζω «αποκτώ σπόρους»].