ξεσποριάζω
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
Greek Monolingual
1. βγάζω τους σπόρους, τα κουκούτσια από έναν καρπό
2. (για καρπό) σχηματίζω σπόρους, σποριάζω
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ξεσποριασμένος, -η, -ο
α) (για καρπούς) αυτός που έχει σχηματίσει σπόρους
β) μτφ. (για πρόσ.) αυτός που πέρασαν τα χρόνια του, που γέρασε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + σποριάζω «αποκτώ σπόρους»].