ξενομερίτης
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
Greek Monolingual
ο, θηλ. ξενομερίτισσα
αυτός που κατάγεται από ξένο τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + μέρος (πρβλ. κατωμερίτης)].