ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
1. λύνω κάτι πλεγμένο, ξηλώνω («ξέπλεξα το πουλόβερ»)
2. αφήνω λυτά τα μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-πλέκω (αόρ. ἐξ-έπλεξα), βλ. και λ. ξ(ε)-].