ξυρήσιμος

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠρήσιμος Medium diacritics: ξυρήσιμος Low diacritics: ξυρήσιμος Capitals: ΞΥΡΗΣΙΜΟΣ
Transliteration A: xyrḗsimos Transliteration B: xyrēsimos Transliteration C: ksyrisimos Beta Code: curh/simos

English (LSJ)

ον,

   A fit for shaving, Ael.Dion.Fr.265.

German (Pape)

[Seite 282] scheerbar, der Schur bedürftig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ξυρήσιμος: -ον, ὁ ἔχων χρείαν ξυρήσεως, Φώτ. ἐν λέξει ξυρήκης.

Greek Monolingual

ξυρήσιμος, -ον (Α) ξυρησις
αυτός που έχει ανάγκη από ξύρισμα ή που είναι επιδεκτικός ξυρίσματος.