ὀβολοστατική

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source

German (Pape)

[Seite 289] der schmutzige Wucher, der Obolen wägt, Arist. pol. 1, 10.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
s.e. τέχνη;
métier d’usurier.
Étymologie: ὀβολοστάτης.

Greek Monolingual

ὀβολοστατική, ἡ (Α) οβολοστάτης
(ενν. τέχνη) το επάγγελμα του οβολοστάτη, του τοκογλύφου, δηλ. ο δανεισμός με τόκο.