ὀβολοστατική
From LSJ
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
German (Pape)
[Seite 289] der schmutzige Wucher, der Obolen wägt, Arist. pol. 1, 10.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
s.e. τέχνη;
métier d’usurier.
Étymologie: ὀβολοστάτης.
Greek Monolingual
ὀβολοστατική, ἡ (Α) οβολοστάτης
(ενν. τέχνη) το επάγγελμα του οβολοστάτη, του τοκογλύφου, δηλ. ο δανεισμός με τόκο.