ὀδοντόσμηγμα
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
English (LSJ)
ατος, τό,
A tooth-powder, Paul.Aeg.3.26, Gloss.
German (Pape)
[Seite 293] τό, Pulver zum Abreiben der Zähne, Zahnpulver.
Greek (Liddell-Scott)
ὀδοντόσμηγμα: τό, κόνις πρὸς κάθαρσιν τῶν ὀδόντων, Γλωσσ.˙ ὀδοντότριμμα, τό, Κραμήρου Ἀνέκδ. Παρισ. 1. 394.
Greek Monolingual
το (Μ ὀδοντόσμηγμα)
σκόνη που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό τών δοντιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + σμήγμα «οτιδήποτε χρησιμεύει για καθαρισμό»].