οθνείος
From LSJ
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΜ ὀθνεῑος, -α, -ον, Α θηλ. και -ος)
ξένος, ξενικός, αλλογενής, αλλοδαπός, αλλοεθνής (α. «οθνεία έθιμα» — έθιμα, ξενικά, κατ' απομίμηση ξένων
β. «ὀθνεῑος ἤ σοὶ συγγενὴς γεγῶσά τις», Ευρ.)
αρχ.
1. υπερβολικός, παράδοξος, ασυνήθιστος, μη κανονικός («ὀθνεία ποιότης», Γαλή ν.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀθνεῑαμάταια, αλλότρια».
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. έθνος].