οικοδιδάσκαλος
From LSJ
μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them
ο, θηλ. οικοδιδασκάλισσα
δάσκαλος που διδάσκει στο σπίτι του μαθητή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + διδάσκαλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1818 στον Κ. Κούμα].