οἰόφρων

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰόφρων Medium diacritics: οἰόφρων Low diacritics: οιόφρων Capitals: ΟΙΟΦΡΩΝ
Transliteration A: oióphrōn Transliteration B: oiophrōn Transliteration C: oiofron Beta Code: oi)o/frwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ, (φρήν)

   A lonely, οἰ. πέτρα A.Supp.795 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 311] ονος, eigensinnig; bei Aesch. Suppl. 776, οἰόφρων κρεμὰς γυπίας πέτρα, müßte es allein einsam bedeuten, aber die Lesart ist sehr zw., vgl. οἰοπροκρεμάς.

Greek (Liddell-Scott)

οἰόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) = μονόφρων· καθόλου, μονήρης, ἐρημικός, μόνος, οἰ. πέτρα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 795.

French (Bailly abrégé)

ως, ον ; gén. ονος;
aux sentiments solitaires, solitaire, sauvage.
Étymologie: οἶος, φρήν.

Greek Monolingual

οἰόφρων, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) μονήρης, μοναχικός, ερημικός («ἢ λισσὰς αἰγίλιψ ἀπρόσδεικτος οἰόφρων κρεμὰς γυ
πιὰς πέτρα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μονό-φρων].