οινόχρους

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οἷς μὲν δίδωσιν, οἷς δ' ἀφαιρεῖται τύχηFortuna multos spoliat, alios munerat → Den einen gibt, den andern aber nimmt das Glück

Menander, Monostichoi, 428

Greek Monolingual

ουν (ΑΜ οἰνόχρους, -ουν και -οος, -οον, Α και οἰνόχρως, -ωτος, ὁ, ἡ)
αυτός που έχει το χρώμα του οίνου, ξανθός, κοκκινωπός (α. «τὴν οἰνόχροα τρίχα», σχόλ. στον Ευρ. β. «οἰνόχρωτες καὶ ἐρυθραῑ», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + χρώς, χροός και χρωτός «επιδερμίδα» (πρβλ. λευκόχρους)].