ὀλιγοχρήματος

From LSJ
Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγοχρήμᾰτος Medium diacritics: ὀλιγοχρήματος Low diacritics: ολιγοχρήματος Capitals: ΟΛΙΓΟΧΡΗΜΑΤΟΣ
Transliteration A: oligochrḗmatos Transliteration B: oligochrēmatos Transliteration C: oligochrimatos Beta Code: o)ligoxrh/matos

English (LSJ)

ον,

   A of or with little money, παρακαταθήκη Ph.1.287, al.

German (Pape)

[Seite 322] von wenigem Vermögen, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγοχρήμᾰτος: -ον, ὁ συνιστάμενος ἐξ ὀλίγων χρημάτων, ὀλιγοχρήματος παρακαταθήκη Φίλων τ. 1, σ. 341, 31.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀλιγοχρήματος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που απαιτεί δαπάνη λίγων χρημάτων, οδιγοδάπανος
αρχ.
αυτός που αποτελείται από λίγα χρήματα («ὀλιγοχρημάτου παρακαταθήκης», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ό)- (βλ. λ. λιγο-) + χρῆμα, -ατος].