καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
Full diacritics: ὁλόκαρπος | Medium diacritics: ὁλόκαρπος | Low diacritics: ολόκαρπος | Capitals: ΟΛΟΚΑΡΠΟΣ |
Transliteration A: holókarpos | Transliteration B: holokarpos | Transliteration C: olokarpos | Beta Code: o(lo/karpos |
ον,
A brought as a whole offering, θυσία Ph.1.668.
ὁλόκαρπος, -ον (Α) (για θυσία) αυτός που προσφέρεται πλήρης στον θεό ή στους θεούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + καρπός (πρβλ. πολύ-καρπος)].