ολόρθος

From LSJ
Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. εντελώς όρθιος, ευθυτενής, στητός («για ιδές κορμί ψηλό, λιγνό κι ολόρθο σαν τη λεύκα», Κρυστ.)
2. (για πράγματα) κάθετος προς το έδαφος
3. (για κτίσματα ή μέρη κτισμάτων) αυτός που δεν κατέπεσε, δεν γκρεμίστηκε
4. μτφ. αυτός που δεν έχει προσβληθεί ηθικά, ανέπαφος, άθικτος, αμόλυντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο)- + ορθός].