ὁμοιόσκευος

From LSJ
Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοιόσκευος Medium diacritics: ὁμοιόσκευος Low diacritics: ομοιόσκευος Capitals: ΟΜΟΙΟΣΚΕΥΟΣ
Transliteration A: homoióskeuos Transliteration B: homoioskeuos Transliteration C: omoioskevos Beta Code: o(moio/skeuos

English (LSJ)

ον,

   A in like dress or array, Str.17.3.7.

German (Pape)

[Seite 336] von ähnlicher Kleidung, ähnlichem Anzuge, Strab. XVII.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοιόσκευος: -ον, ὁ ἔχων ὁμοίαν σκευὴν ἢ ἐνδυμασίαν, Στράβ. 828.

Greek Monolingual

ὁμοιόσκευος, -ον (Α)
αυτός που έχει την ίδια ενδυμασία ή τον ίδιο στολισμό με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(o)- + -σκευος (< σκευή «ενδυμασία»), πρβλ. ομό-σκευος].