ὁμοιοκατάληκτος

From LSJ
Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοιοκατάληκτος Medium diacritics: ὁμοιοκατάληκτος Low diacritics: ομοιοκατάληκτος Capitals: ΟΜΟΙΟΚΑΤΑΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: homoiokatálēktos Transliteration B: homoiokatalēktos Transliteration C: omoiokataliktos Beta Code: o(moiokata/lhktos

English (LSJ)

ον,

   A ending alike, ib.50.25, al.

German (Pape)

[Seite 335] von ähnlicher Endung, Gramm. u. Schol., z. B. zu Il. 11, 474.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοιοκατάληκτος: -ον, ὁ ὁμοίως καταλήγων, τὴν αὐτὴν κατάληξιν ἔχων, ἐπὶ στίχων, Ἀπολλώνιος περὶ Ἀντωνυμ. 96C· ῥῆμ.: ὁμοιοκαταληκτέω, αὐτόθι 115Α· οὐσιαστ. ὁμοιοκαταληξία, Εὐστ. 1399. 55· καὶ -ληξις, εως, ἡ, Σχολ. εἰς Ὀδ. Η. 115· ― ὡσαύτως, ὁμοιοκαταληκτώδης, ες, Βίος Ἰσοκρ. ἐν τοῖς Μουστοξύδου Ἀνεκδ. σ. 13. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 501.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de même terminaison.
Étymologie: ὅμοιος, καταλήγω.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁμοιοκατάληκτος, -ον)
(για στίχους) αυτός που έχει την ίδια κατάληξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + καταλήγω (πρβλ. μακρο-κατάληκτος)].