ὁμόκλαρος

From LSJ
Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόκλᾱρος Medium diacritics: ὁμόκλαρος Low diacritics: ομόκλαρος Capitals: ΟΜΟΚΛΑΡΟΣ
Transliteration A: homóklaros Transliteration B: homoklaros Transliteration C: omoklaros Beta Code: o(mo/klaros

English (LSJ)

Dor. for ὁμόκληρος.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόκλᾱρος: Δωρ. ἀντὶ ὁμόκληρος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a une part égale.
Étymologie: ὁμός, κλῆρος.

English (Slater)

ὁμόκλᾱρος
   1 sharing the same fortune ὁμόκλαρον ἐς ἀδελφεὸν (ὡς ὁμοῦ νικησάντων Ἴσθμια Σ.) (O. 2.49) ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν αὐδὰν μανύει Πυθῶνος αἰπεινᾶς ὁμοκλάροις ἐπόπταις joint (N. 9.5)

Greek Monolingual

ὁμόκλαρος, -ον (Α)
(δωρ. τ.) βλ. ομόκληρος.