θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
η (ΑΜ ὁμοουσιότης) ομοούσιος
η ιδιότητα του ομοουσίου, η ταυτότητα της ουσίας, το να είναι κάποιος ή κάτι της ίδιας ουσίας, το ομοούσιο.