οπλασκία

From LSJ
Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀναγκαιότεραι μὲν οὖν πᾶσαι ταύτης, ἀμείνων δ᾽ οὐδεμίαaccordingly, although all other sciences are more necessary than this, none is more excellent (Aristotle, Metaphysics A 983a10)

Source

Greek Monolingual

η
στρ.
1. συστηματική εκπαίδευση τών ανδρών τών ενόπλων δυνάμεων και τών σωμάτων ασφαλείας στον χειρισμό τών φορητών όπλων
2. επίδειξη ασκήσεων ένοπλων στρατιωτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + -ασκία (< ἀσκῶ), πρβλ. ξιφ-ασκία. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].