οπλασκία
From LSJ
ἀναγκαιότεραι μὲν οὖν πᾶσαι ταύτης, ἀμείνων δ᾽ οὐδεμία → accordingly, although all other sciences are more necessary than this, none is more excellent (Aristotle, Metaphysics A 983a10)
Greek Monolingual
η
στρ.
1. συστηματική εκπαίδευση τών ανδρών τών ενόπλων δυνάμεων και τών σωμάτων ασφαλείας στον χειρισμό τών φορητών όπλων
2. επίδειξη ασκήσεων ένοπλων στρατιωτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + -ασκία (< ἀσκῶ), πρβλ. ξιφ-ασκία. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].