ὀπισθόπους
Σὺν τοῖς φίλοισιν εὐτυχεῖν ἀεὶ θέλε → Bona sine amicis noli fortuna frui → Mit deinen Freunden wolle immer glücklich sein
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,
A walking behind, following, attendant, προσπόλων ὀπισθόπους κῶμος E. Hipp.54, cf. 1179, A.Ch.713. II = ὑποστρέψας, one who has returned, Hsch.
German (Pape)
[Seite 358] ποδος, hinterher gehend, folgend, der Diener; προσπόλων ὀπισθόπους κῶμος, Eur. Hipp. 54, vgl. 1179; Aesch. hat den acc. plur., ὀπισθόπους τούσδε, Ch. 702, wie oft die Endung -πους in -πος verkürzt wird.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπισθόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό· ὁ ὄπισθεν περιπατῶν, ἀκόλουθος, ὀπαδός, θεράπων, προσπόλων ὀπισθόπους κῶμος Εὐριπ. Ἱππ. 54, ἔνθα ἴδε Monk καὶ Valck. αὐτόθι 1177· οὕτως, Αἰσχύλ. Χο. 713 ἐν τῷ τύπῳ ὀπισθόπος (πρβλ. ἀελλόπος, Οἰδίπος. πουλύπος), ἐκτὸς ἂν μετὰ Ἑρμάνν. ἀναγνώσωμεν: ὀπισθόπουν δὲ τοῦδε καὶ ξυνέμπορον. ΙΙ. = ὑποστρέψας, ὁ, ἐπανελθών, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ους, ους ; gén. ὀπισθόποδος,
qui va derrière, suivant, serviteur.
Étymologie: ὄπισθεν, πούς.
Greek Monolingual
ὀπισθόπους, ὁ, ἡ, ουδ. όπισθόπουν (Α)
1. αυτός που βαδίζει από πίσω, ακόλουθος, οπαδός, υπηρέτης
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ὑποστρέψας», αυτός που επέστρεψε, που επανήλθε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + πούς, ποδός].