Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
ὀρόδαμνος και ὄραμνος, ὁ (Α)
κλαδί, κλωνάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για γρφ. του αιολ. Fρόδαμνος(βλ. λ. ράδαμνος) με αντιπροσώπευση του F με -ο- (πρβλ. Οράτριος). Ο τ. ὄραμνος ερμηνεύεται πιθ. ως προΐόν συμφύρσεως του ὀρόδαμνος με τη λ. ὄρμενος «κλάδος»].