οὐρανοσκόπος

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐρᾰνοσκόπος Medium diacritics: οὐρανοσκόπος Low diacritics: ουρανοσκόπος Capitals: ΟΥΡΑΝΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: ouranoskópos Transliteration B: ouranoskopos Transliteration C: ouranoskopos Beta Code: ou)ranosko/pos

English (LSJ)

ον,

   A observing the heavens: as Subst., a kind of fish, elsewh. καλλιώνυμος, Diph.Siph. ap. Ath.8.356a, Plin.HN32.69, Gal. UP3.3.

German (Pape)

[Seite 418] den Himmel beschauend. – Als subst. eine Fischart, sonst καλλιώνυμος genannt, Ath. VIII, 356 a; vgl. Plin. H. N. 32, 7, 24.

Greek (Liddell-Scott)

οὐρᾰνοσκόπος: -ον, ὁ παρατηρῶν τὸν οὐρανόν· ― ὡς οὐσιαστ., εἶδος ἰχθύος τοῦ ἄλλως καλουμένου καλλιωνύμου, Ἀθήν. 356Α, Plin. II.Ν. 32. 7, πρβλ. Sprengel Diosc. 2. 96, Greenhill εἰς Θεόφρ. 40. 11.

Greek Monolingual

-ο (Α οὐρανοσκόπος, -ον)
1. αυτός που παρατηρεί τον ουρανό
2. το αρσ. ως ουσ. ο ουρανοσκόπος
ζωολ. γένος περκόμορφων ιχθύων της οικογένειας ουρανοσκοπίδες, κν. λύχνος και τσιγαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οιωνο-σκόπος].