λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
Full diacritics: ὀφελής | Medium diacritics: ὀφελής | Low diacritics: οφελής | Capitals: ΟΦΕΛΗΣ |
Transliteration A: ophelḗs | Transliteration B: ophelēs | Transliteration C: ofelis | Beta Code: o)felh/s |
ές,
A advantageous, POxy.237 viii 15 (ii A. D.).
ὀφελής, -ές (Α)
επωφελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφέλλω (ΙΙ), επίθ. σχηματισμένο μτγν. πιθ. κατ' αποκοπή από τα σύνθ. σε -ωφελής (< ὄφελος)].