οχλεύς
From LSJ
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
Greek Monolingual
ο (Α ὀχλεύς)
μεταλλική ράβδος η οποία χρησιμοποιείται για τη μετατόπιση ή τη μετακίνηση βαρέων σωμάτων ή για την απόσπαση λίθων από λιθόστρωτο, λοστός, μοχλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄχλος (για τη σημ. του τ. βλ. λ. όχλος)].