ὀχλεύς
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 430] ὁ, = μοχλός, der Hebel, Hesych. Vgl. ἐποχλεύς.
Greek (Liddell-Scott)
ὀχλεύς: ὀχλεύω, ἴδε μοχλός, ἐν τέλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀχλεύς· μοχλός, στρόφιγξ, δεσμὸς» καὶ ῥῆμα: «ὀχλεῦνται· κυλινδοῦνται» καὶ «ὀχλεύονται· ὁμοίως».
Greek Monolingual
ο (Α ὀχλεύς)
μεταλλική ράβδος η οποία χρησιμοποιείται για τη μετατόπιση ή τη μετακίνηση βαρέων σωμάτων ή για την απόσπαση λίθων από λιθόστρωτο, λοστός, μοχλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄχλος (για τη σημ. του τ. βλ. λ. όχλος)].
Frisk Etymological English
-έω, -ίζω See also: s. ὄχλος.
Frisk Etymology German
ὀχλεύς: -έω, -ίζω
{okhleús}
See also: s. ὄχλος.
Page 2,456