ὀχλεύς

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀχλεύς Medium diacritics: ὀχλεύς Low diacritics: οχλεύς Capitals: ΟΧΛΕΥΣ
Transliteration A: ochleús Transliteration B: ochleus Transliteration C: ochleys Beta Code: o)xleu/s

English (LSJ)

-έως, ὁ, = μοχλός, Hsch.

German (Pape)

[Seite 430] ὁ, = μοχλός, der Hebel, Hesych. Vgl. ἐποχλεύς.

Greek (Liddell-Scott)

ὀχλεύς: ὀχλεύω, ἴδε μοχλός, ἐν τέλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀχλεύς· μοχλός, στρόφιγξ, δεσμὸς» καὶ ῥῆμα: «ὀχλεῦνται· κυλινδοῦνται» καὶ «ὀχλεύονται· ὁμοίως».

Greek Monolingual

ο (Α ὀχλεύς)
μεταλλική ράβδος η οποία χρησιμοποιείται για τη μετατόπιση ή τη μετακίνηση βαρέων σωμάτων ή για την απόσπαση λίθων από λιθόστρωτο, λοστός, μοχλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄχλος (για τη σημ. του τ. βλ. λ. όχλος)].

Frisk Etymological English

-έω, -ίζω See also: s. ὄχλος.

Frisk Etymology German

ὀχλεύς: -έω, -ίζω
{okhleús}
See also: s. ὄχλος.
Page 2,456