παζάρι

From LSJ
Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source

Greek Monolingual

το
1. συγκέντρωση πωλητών σε ορισμένο τόπο και σε ορισμένη ημέρα της εβδομάδας με σκοπό την πώληση τών προϊόντων τους, αλλ. λαϊκή αγοράκάθε Δευτέρα έχει παζάρι»)
2. δημόσια αγορά που γίνεται με την ευκαιρία τοπικού πανηγυριού σε διάφορα μέρη της υπαίθρου, εμποροπανήγυρη
3. (κατ' επέκτ.) ο τόπος όπου γίνονται οι αγοραπωλησίες, η αγορά («πάω μια βόλτα στο παζάρι»)
4. συν. στον πληθ. τα παζάρια
συζήτηση, διαπραγμάτευση που γίνεται με σκοπό την επίτευξη της πιο συμφέρουσας τιμής ενός εμπορεύματος, παζάρεμα
5. φρ. «κάνω παζάρια» — παζαρεύω
6. παροιμ. «τι θέλει η αλεπού στο παζάρι» — λέγεται γι' αυτούς που αναμιγνύονται σε υποθέσεις ξένες ή σε συζητήσεις που υπερβαίνουν τις δυνάμεις τους ή που αρέσκονται να βρίσκονται σε περιβάλλον στο οποίο δεν μπορούν να προσαρμοστούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pazar].