παθολογία
English (LSJ)
ἡ,
A study of the passions, Gloss.
Greek Monolingual
η (Α παθολογία)
νεοελλ.
1. κλάδος της ιατρικής επιστήμης ο οποίος ασχολείται με τη μελέτη της παθοφυσιολογίας, της διάγνωσης, της πρόληψης και της συντηρητικής θεραπείας τών νόσων τών εσωτερικών οργάνων του ανθρώπινου σώματος
2. φρ. α) «γενική παθολογία» — το τμήμα της παθολογίας το οποίο καθορίζει τους παθολογικούς όρους και τη σημασία τους καθώς και τους νόμους τών νοσηρών φαινομένων και παράλληλα κατατάσσει τα αίτια, τις εξεργασίες, τα συμπτώματά τους, ανεξάρτητα από το πάσχον όργανο
β) «ειδική παθολογία ή περιγραφική παθολογία» — η ιδιαίτερη περιγραφή κάθε νόσου η οποία κατατάσσεται νοσολογικώς, δηλ. ανάλογα με το πάσχον όργανο ή τις ιδιαίτερες εκδηλώσεις του οργάνου αυτού
γ) «κυτταρική παθολογία ή κυτταροπαθολογία» — η σπουδή τών μορφολογικών και λειτουργικών αλλοιώσεων τών κυττάρων και τών ιστών υπό την επίδραση παθογόνων παραγόντων
δ) «πειραματική παθολογία» — πρόκληση νόσου σε ζώα ή ανθρώπους για πειραματισμό και κάτω από ειδικές συνθήκες με σκοπό την κλινική, φυσιοπαθολογική και θεραπευτική μελέτη
ε) «συγκριτική παθολογία» — η μελέτη και η σύγκριση νόσων στον άνθρωπο και στα ζώα
αρχ.
πραγματεία σχετική με τα πάθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάθος + -λογία. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. pathologie].