παμφεγγής
From LSJ
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
English (LSJ)
ές,
A = παμφαής, S.El.105 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 455] ές, = παμφαής; ἄστρων ῥιπαί, Soph. El. 105; Maneth. 3, 425 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
παμφεγγής: -ές, = παμφαής, Σοφ. Ἠλ. 105.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
tout brillant.
Étymologie: πᾶν, φέγγος.
Greek Monolingual
παμφεγγής, -ές (Α)
παμφαής, λαμπρότατος, φεγγοβόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -φεγγής (< φέγγος), πρβλ. ευ-φεγγής].