παραθυρόφυλλο

From LSJ
Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip

Source

Greek Monolingual

το
καθένα από τα εξωτερικά συνήθως ξύλινα πλαίσια με τα οποία κλείνονται τα ανοίγματα των παραθύρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράθυρο + φύλλο. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Νικ. Κοντοπούλου].