παράπαγος
From LSJ
Ἦθος προκρίνειν χρημάτων γαμοῦντα δεῖ → Ex moribus, non aere, nupturam aestima → Bewerte den Charakter nicht das Geld der Braut
English (LSJ)
poet. πάρπᾰγος, ὁ,
A upper bolt of a door, Hsch.
German (Pape)
[Seite 492] ὁ, u. poet. πάρπαγος, der obere Thürriegel (πήγνυμι), Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
παράπᾰγος: ποιητ. πάρπᾰγος, ὁ, «μάνδαλος θύρας» καὶ κατωτέρω «πάρπαγος· ὁ ἄνω τῆς θύρας μάνδαλος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὁ, ποιητ. τ. πάρπαγος, Α
μάνταλος θύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πάγος (< πήγνυμι «στερεώνω»)].