Φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Fear old age, for it never comes alone
και παρασύρω1. τραβώ προς το μέρος μου, παίρνω μαζί μου με βίαιο τρόπο, συμπαρασύρω2. εκτρέπω, βγάζω κάποιον από τον δρόμο του3. μτφ. αποπλανώ, ξεμυαλίζω.