παρατηρητήριο
From LSJ
Greek Monolingual
το
1. θέση που χρησιμοποιείται για την εκτέλεση παρατηρήσεων
2. στρ. φυσική θέση πάνω σε ύψωμα του εδάφους, ή ειδικά κατασκευασμένη, από την οποία είναι δυνατή η κατόπτευση τών κινήσεων του αντιπάλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρατηρώ + επίθημα -τήριο (πρβλ. διαβα-τήριο). Η λ. μαρτυρείται από το 1878 στον Γ. Χρ. Βάφα].