η / παρέλευσις, -εύσεως, ΝΜ
1. το πέρασμα κοντά ή μπροστά από κάτι, η διάβαση
2. (για χρόνο και για υποδιαιρέσεις του) πάροδος («μετά την παρέλευση αρκετού χρονικού διαστήματος»)
μσν.
μτφ. ο θάνατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἔλευσις «ερχομός» (πρβλ. μετ-έλευσις)].