παρετυμολογώ
From LSJ
περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue
Greek Monolingual
-έω, ΝΑ
νεοελλ.
κάνω παρετυμολογία, ερμηνεύω εσφαλμένα την προέλευση και την αρχική μορφή και σημασία μιας λέξης
αρχ.
αναφέρομαι στην ετυμολογία μιας λέξης («παρετυμολογεῑ τὸν πόκον οὐ κακῶς», Σχόλ. Αριστοφ.).