παρείσειμι
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
English (LSJ)
(εἶμι
A ibo), = παρεισέρχομαι, Men.202, Nicostr. Com.4, Philippid.8, Arist.Resp.476a30.
German (Pape)
[Seite 512] (s. εἶμι), = παρεισέρχομαι; Antiphan. bei Ath. III, 118 e; Pol. 5, 75, 8, wie a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρείσειμι: (εἶμι), = παρεισέρχομαι, Νικόστρατ. ἐν «Ἀντύλλῳ» 1, Φιλιππίδης ἐν Ἀνανεώσει» 4. Ἀριστ. π. Ἀναπν. 11, 3.
Greek Monolingual
Α
παρεισέρχομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + εἴσειμι «έρχομαι, εισέρχομαι»].