πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
η / παρότρυνσις, -ύνσεως, ΝΜ παροτρύνωτο να παροτρύνει κάποιος κάποιον άλλο, προτροπή, παρακίνηση.