ὄμβρος
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
(A), ὁ,
A storm of rain, thunder-storm, sent by Zeus, ὅτ' ἐπιβρίσῃ Διὸς ὄ. Il.5.91 ; χειμάρρους . . ὀπαζόμενος Διὸς ὄμβρῳ 11.493 ; ὡς δ' ὅτ' ἂν ἀστράπτῃ πόσις Ἥρης... τεύχων ἢ πολὺν ὄ. κτλ. 10.6 ; of a storm at sea, Alc.Supp.26.4 ; ὄ. λάβρος Hdt.8.12 ; dist. fr. ὑετός or common rain, Arist.Mu.394a31 ; but sts., heavy rain, Hdt.8.98, S.Tr.146, E. Tr.78 : in pl., rains, ὄ. πολλοὶ καὶ λάβροι Hdt.4.50, cf. 2.25, Pi.P.4.81, S.OC350. 2 generally, water, as an element, μήτε γῆ, μήτ' ὄ. ἱερός, μήτε φῶς Id.OT1428, cf. Emp.98.2,21.5 : f.l. for ὄλβος in S. Ant.953 ; ὄ. ἀναγκαῖοι urine, Opp.C.4.443. 3 inundation, τῶν παρακειμένων ὑδάτων PTeb.61 (b).133 (ii B.C.), al. ; ὀχετοὺς ἀγαγεῖν οἳ ἄξουσιν τὸν ὄ. εἰς τὰς ἐξαγωγούς PCair.Zen.383.13(iii B.C.). II metaph., storm, shower, ἐν πολυφθόρῳ Διὸς ὄ., of a battle, Pi.I.5(4).49 ; δέδοικα δ' ὄμβρου κτύπον . . τὸν αἱματηρόν A.Ag.1533 (lyr.) ; μέλας ὄ. χάλαζά θ' αἱματοῦσσ' (χαλάζης αἵματος codd.) S.OT1279 ; ὄμβρῳ δακρυόεντι Nonn.D.16.345 ; πυρὸς ὄμβροι Opp.H.3.22 ; ἡδὺς ὄ. ἀοιδῆς AP9.364 (Nestor).
ὄμβρος (B)· χοιρίδιον, Hsch. (Cf. ὄβρια.)