πατρωνυμία

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πατρωνῠμία Medium diacritics: πατρωνυμία Low diacritics: πατρωνυμία Capitals: ΠΑΤΡΩΝΥΜΙΑ
Transliteration A: patrōnymía Transliteration B: patrōnymia Transliteration C: patronymia Beta Code: patrwnumi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A name taken from one's father, patronymic, as Πηλεΐδης, Ἀτρεΐδης, Id.1388.24.

German (Pape)

[Seite 537] ἡ, Name oder Benennung nach dem Vater, Eust. 10, 25.

Greek (Liddell-Scott)

πατρωνῠμία: ἡ, ὄνομα σχηματισθὲν ἐκ τοῦ ὀνόματος τοῦ πατρός, οἷον Πηλείδης, Ἀτρείδης, Εὐστ. 1388. 24.

Greek Monolingual

ἡ, ΝΑ πατρώνυμος
η ονομασία κάποιου με όνομα που σχηματίστηκε από το όνομα του πατέρα του, όπως λ.χ. Πηλείδης, ο γιος του Πηλέα, Ατρείδης, ο γιος του Ατρέα.