πατρώιος

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

Greek (Liddell-Scott)

πατρώιος: ἴδε ἐν λ. πατρῷος.

English (Autenrieth)

from one's father, paternal, hereditary; neut. pl. as subst., patrimony, Od. 16.388, Od. 22.61.

English (Slater)

(-ίῳ, -ιον; -ίαν, -ιαι, -ίαις; -ίων, -ί(α): -ῴας, -ῴαν, -ῴαις.)
   1 of one's fathers, ancestral Μοῖῤ, ἅ τε πατρώιον τῶνδ' ἔχει τὸν εὔφρονα πότμον (πατρωιαν Π.) (O. 2.35) διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι πατρωίαν (byz.: -ωαν codd.) (O. 7.75) ἀέθλων πατρωίων (byz.: -ώων codd.) (P. 4.220) πατρῴας ἀπὸ γᾶς (P. 4.290) πατρωίαν πόλιν (byz.: -ώαν codd.) (P. 5.53) πατρῴαν μάλιστα πρὸς στάθμαν ἔβα (P. 6.45) βουσὶν πατρῴαις (P. 9.23) ἐν δ' ἀγαθοῖσι κεῖται πατρώιαι κεδναὶ πολίων κυβερνάσιες (byz.: πατρῶαι codd.) (P. 10.72) Θρασυδᾷος ἔμνασεν ἑστίαν τρίτον ἔπι στέφανον πατρῴαν βαλών (P. 11.14) ἀτὰρ Αἴας Σαλαμῖν' ἔχει πατρῴαν (N. 4.48) [πατρώων (contra metr. codd.: πατρίων Er. Schmid) (N. 9.14) ] στάθεν τύμβῳ σχεδὸν πατρωίῳ (Er. Schmid: -ῴῳ codd.) (N. 10.66) τὰν Ἀσωποδώρου πατρὸς αἶσαν Ἐρχομενοῖό τε πατρῴαν ἄρουραν (I. 1.35) μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν i. e. of his father Xenokrates (I. 2.44) πατρωίαις ἐν ἀρούραις i. e. of his father Achilles Πα. . 1. [πατρωίαν (contra metr. papyri: πατρίαν Snell) Πα. . 1.] πατ]ρῴαν Ἑκαερ[γ (supp. Snell: ]ρωιαν Π̆{S}: ]ρωιον Π.) Πα. 7B. 35. πατρῶἰ ἐπεὶ[ Θρ. 4. 12.

Greek Monolingual

-ον, και -η, -ον, Α
βλ. πατρῷος.