πειστικότητα

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)

Source

Greek Monolingual

η
η ιδιότητα του πειστικού, η ικανότητα να πείθει κανείς τους άλλους («μίλησε με πειστικότητα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πειστικός. Η λ., στον λόγιο τ. πειστικότης, μαρτυρείται από το 1862 στον Γερ. Μαυρογιάννη].