πεντέχους
From LSJ
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
English (LSJ)
ουν,
A holding five χόες, ὑδρία Ar. Fr. 136.
Greek (Liddell-Scott)
πεντέχους: ουν, χωροῦσα πέντε χόας, ὑδρίαν πεντέχουν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 183.
Greek Monolingual
και πεντάχους, -ουν, Α
αυτός που χωρεί πέντε χόες («ὑδρίαν πεντέχουν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε- / πεντα- + -χοῦς (< χοῦς «μέτρο χωρητικότητας υγρών»), πρβλ. επτά-χους].