περιεκτικότητα

From LSJ
Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261

Greek Monolingual

η, Ν
1. η ιδιότητα του περιεκτικού
2. η αναλογία στην οποία κάτι βρίσκεται ανάμικτο με κάτι άλλο («η περιεκτικότητα του μεταλλεύματος σε άργυρο»)
3. φρ. «περιεκτικότητα σε υγρασία» — η ποσότητα του νερού σε υγρά μορφή ή σε κατάσταση υδρατμών που περιέχεται σε ένα υλικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιεκτικός. Η λ., στον λόγιο τ. περιεκτικότης, μαρτυρείται από το 1848 στον Π. Καλλιγά].